- ναυσιφόρητος
- ναυσι-φόρητος, vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ναυσιφόρητος — ναυσιφόρητος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φορητός (< φορῶ)] … Dictionary of Greek
ναυσιφορήτοις — ναυσιφόρητος carried by ship masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)